- ἀνθρωπινώτεροι
- ἀνθρώπινοςofmasc nom/voc comp plἀνθρώπινοςofmasc nom/voc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγόμυθος — ὀλιγόμυθος, ον (ΑΜ) αυτός που περιέχει λίγους μύθους («ἐπίνικοι, οἳ καὶ περιάγονται μάλιστα διὰ τὸ ἀνθρωπινώτεροι εἶναι καὶ ὀλιγόμυθοι», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + μύθος] … Dictionary of Greek